Ποτέ δεν θα είμαστε αληθινά ελεύθεροι

Ποτέ δεν θα είμαστε αληθινά ελεύθεροι

literature.gr

Ευσταθία Δήμου

6 June 2021

Ποτέ δεν θα είμαστε αληθινά ελεύθεροι

Το τελευταίο βιβλίο της Στέργιας Κάββαλου, περιλαμβάνει εικοσιπέντε μικροϊστορίες που διερευνούν τις σκληρές πτυχές του ανθρώπινου βίου, αλλά και της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Με γλώσσα αιχμηρή, κοφτή, ευθύβολη και οικεία η συγγραφέας πλάθει έναν κόσμο μέσα στον οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη αποδομείται από δυνάμεις που ορίζουν και οριοθετούν την κακή και απεχθή πλευρά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Διηγήματα που χωρίς να απεκδύονται την πλαστότητά τους, δίνουν μια ρεαλιστική εκδοχή του κόσμου που σπαράσσεται από τα πάθη και τα παθήματά του.

Ευσταθία Δήμου, 06.06.2021

Αγαπητή κυρία Κάββαλου, σε ποιο από τα είδη με τα οποία έχετε μέχρι σήμερα ασχοληθεί – πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση – βρίσκετε περισσότερο τον δημιουργικό σας «εαυτό»;

Κάτι μου δίνει το πεζό, το ποίημα, το παιδικό, το θεατρικό, η μετάφραση και κάτι δίνω εγώ. Η μετάφραση δεν συγκρίνεται με τη διαδικασία της συγγραφής. Είναι βέβαια ανακούφιση και πρόκληση μαζί να προσπαθήσεις να πατήσεις στα λόγια κάποιου άλλου, να μπαίνεις με το δικό σου κεφάλι σε εκείνο ενός άλλου με διαφορετικό όχημα, με διαφορετική δηλαδή γλώσσα. Είναι δημιουργική η όλη διαδικασία. Όταν γράφεις αυτή τη συναλλαγή την κάνεις με τον εαυτό σου και πάντα με ίδιο κώδικα. Η συγγραφή εκτός από δημιουργική μπορεί να είναι επίπονη και λυτρωτική. Τα έχει όλα.

Τα διηγήματά σας αντικατοπτρίζουν, αποδίδουν και αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι, θα λέγαμε, «κομμάτια» του σήμερα επεξεργασμένα και τοποθετημένα μέσα σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο. Πού εντοπίζετε εσείς τη διαχρονική τους αξία;

Πάντα θα παλεύουμε με τα τραύματά μας, πάντα θα προσπαθούμε να βρούμε το νόημα της διαδρομής, πάντα θα δοκιμάζουμε τα όρια μας στο πλαίσιο της οικογένειας, της κοινωνίας. Και ποτέ δεν θα είμαστε αληθινά ελεύθεροι.

Ανατρέχοντας στην πρώτη αρχή, την αφόρμηση και την αφορμή των διηγημάτων σας, που θα την τοποθετούσατε περισσότερο, στα πρόσωπα ή τις καταστάσεις;

 

Και στα δύο. Είναι ο πατέρας, η γιαγιά, ο θείος, ο φίλος. Είναι και εκείνα που σε έχουν πονέσει και που μπορεί πολύ αργότερα ή και ποτέ να καταλάβεις πόσο έχουν γραφτεί μέσα σου. Επειδή οι περισσότερες ιστορίες είναι με τον τρόπο τους πραγματικές, η ανάγκη να μιλήσω για συγκεκριμένες καταστάσεις ήταν κι αυτή πραγματική. Για τις διατροφικές διαταραχές, την σεξουαλική κακοποίηση, τον φόβο της τιμωρίας, της μοναξιάς, για την οπλοκατοχή, την εκδίκηση και το θάψιμο του διαφορετικού.

Πολλά από τα διηγήματά σας διαδραματίζονται μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον και αφορούν συγγενικές σχέσεις. Διαπιστώνετε πράγματι την ίδια παθογένεια στην οικογενειακή πραγματικότητα με αυτήν που αποτυπώνετε στο βιβλίο σας;

Ναι. Η οικογένεια μπορεί να είναι γίνει κάτι πολύ άρρωστο. Κάποιες φορές είναι σαν να νοσείς εξαιτίας της και μετά να έρχεται η ίδια και να σου δίνει το φάρμακο που θα σε γιατρέψει. Θεωρώ ότι και «οι καλύτερες οικογένειες» κρύβουν πολλή βία. Ο καθένας μέσα της μετράει τη δύναμή του. Όταν οι σχέσεις είναι εξουσιαστικές οι παθογένειες είναι κάτι σαν φυσική συνέπεια. Στη συλλογή υπάρχουν διηγήματα στα οποία τονίζεται η παντοδυναμία του πατέρα που ο λόγος του είναι νόμος, η θέση των γηραιότερων μελών που λειτουργούν σαν σεβάσμιοι γέροντες και γερόντισσες, η «νοοτροπία» του χωριού που θέλει να μην ξεφεύγεις από τη νόρμα γιατί θα γίνεις η ντροπή της φαμίλιας. Και όλα αυτά είναι ένα τεράστιο λάθος και πράγματα που θα θέλαμε να απορρίψουμε όμως δεν ξέρουμε αν μπορούμε.

Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα των διηγημάτων του βιβλίου είναι η ανάδυση της σκληρότητας και της αναλγησίας του κόσμου και, κάποιες φορές, των ανθρώπων. Πού θα πρέπει να αναζητήσει ο αναγνώστης το αντίδοτο σε όλο αυτό;

Θα ήταν πολύ ουτοπικό να πω στην αγάπη οπότε δεν θα το πω γιατί κι αυτή είναι από τη φύση της μια «πονεμένη ιστορία». Δεν υπάρχουν αντίδοτα στις βεβαιότητες. Δεν είναι έστω αν ο κόσμος ήταν σκληρός, είναι. Το ξέρουμε, το ζούμε. Είμαστε ο κόσμος. Αν όμως έπρεπε να βάλω κάτι απέναντι στην σκληρότητα θα έβαζα την τρυφερότητα, απέναντι στην αναλγησία την ενσυναίσθηση. Από εκεί και πέρα είναι ό,τι βρει ο καθένας αρχικά για να βγάλει τη μέρα και μετά γιατί όχι, να ευτυχήσει.

Σε πολλές από τις ιστορίες το τέλος δίνεται με τη μορφή ενός σχολίου, συνήθως κριτικού ή ειρωνικού. Πώς οδηγηθήκατε σε αυτή τη συγγραφική τεχνική;

Δεν το έχω σκεφτεί… Υποθέτω ότι για αυτό το σχόλιο, γι’ αυτή την ειρωνεία είναι που γράφτηκαν εξαρχής οι ιστορίες.

Οι ήρωές σας είναι άνθρωποι που πάσχουν. Πόσο υπεύθυνοι είναι για το πάθος τους αυτό και πόσο άλλοι, εξωγενείς παράγοντες;

Θέλουν πάρα πολύ να ρίξουν τις ευθύνες στους άλλους. Δεν είναι κακό να αναγνωρίζουμε ότι οι κοινωνικές συνθήκες, τα κοντινά μας περιβάλλοντα μπορούν να μας διαλύσουν. Αυτό δεν σε κάνει ευθυνόφοβο, το αντίθετο.

Σε ποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή τάση θα λέγατε ότι εντάσσεται η τελευταία σας συγγραφική απόπειρα;

Υπάρχουν στοιχεία και ρεαλισμού και σουρεαλισμού. Νομίζω ότι σε όλα μου τα βιβλία αυτά πάνε μαζί και εδώ δεν έχει γίνει κάτι το διαφορετικό. Ας πούμε ότι το Κονέκτικατ είναι μια ρεαλιστική ματιά σε μια «σουρεαλιστική» πραγματικότητα.

Συνεντεύξεις

Κι αν ένα αγόρι δεν βλέπει τη γοητεία των τρακτέρ; Κι αν ένα αγόρι δεν ξέρει γιατί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, φοράει μπλε ή πράσινο και κανένα άλλο χρώμα; Κι αν ένα αγόρι δεν καταλαβαίνει γιατί δεν «κάνει» να παίζει με τα κατσαρολικά της αδελφής......