CHAOSTER.GR

CHAOSTER.GR

Urbanphilia, June 13, 2014

Η πρώτη φορά που η Στέργια Κάββαλου εισέπνευσε ένα δείγμα της Αθηναϊκής ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ήταν το Μάρτιο του 1982. Όπως η ίδια δηλώνει, μεγάλωσε στο πιο κακόηχο βόρειο προάστιο, το Μαρούσι. Μέχρι και την Β΄ Λυκείου φοίτησε στο Αρσάκειο, αργότερα όμως εισακούστηκαν οι γκρίνιες της και συνέχισε στο δημόσιο σχολείο της περιοχής. Από μικρή είχε “λόξα” με τα γαλλικά, αν σκεφτείς πως μια στοίβα μολυβιών στα χέρια της, έπαιρνε τη μορφή μικροφώνου και μέσω αυτού διακήρυττε στην οικογένεια πως θα παντρευτεί ένα Γάλλο απ’τη Λυών. Αν και κανείς δεν ήξερε πού το είχε ακούσει, η παιδική αυτή διακήρυξη έγινε μισή ενήλικη αλήθεια και η Γαλλική φιλολογία πραγματικότητα. Μέσω μιας έκθεσης της Πέμπτης δημοτικού που πρόσφατα ανακάλυψε, εξέφραζε την επιθυμία της να γίνει μεταφράστρια, ώστε να μπορεί να δουλεύει από οποιοδήποτε σημείο, χωρίς να έχει κάποιον να της λέει τι να κάνει. Τελικά, πήρε δίπλωμα Λογοτεχνικής μετάφρασης και το 2009 βγήκε η πρώτη της απόπειρα από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Επειδή όμως είχε εμμονή με τις λέξεις και συνήθιζε να «παίζει γραφομηχανή» ήξερε ότι θα βγάλει και δικά της κείμενα. Έτσι, το 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Αλτσχάιμερ Trance. Ακολούθησε ένα πειραματικό αφήγημα, το Αρνητικό 13 το οποίο και έγραψε με τη Μαίρη Γεωργίου. Από τις εκδόσεις ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ κυκλοφορούν τρία παιδικά της βιβλία, “Η κόκκινη πινέζα“, “Το μπλε τριαντάφυλλο” και “Η ερωτευμένη μπόσα νόβα” που είναι και το νεότερο. Το καλοκαίρι του 2013, γεννήθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “πλαστική άνοιξη” από τις εκδόσεις ΕΚΑΤΗ. Αν και αρχικά μας ξάφνιασε η στροφή της από την πεζογραφία στην ποίηση, για εκείνη μόνο έκπληξη δεν ήταν.

Ας ξεκινήσουμε από τα πιο επιφανειακά. Γιατί διηγήματα; Είναι επιλογή, είναι ένα πρώιμο στάδιο συγγραφής, τι είναι ακριβώς;

 

«Είναι η αγάπη για τη μικρή φόρμα και για να πω την αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, το πρώτο πράγμα που διάβασα και μου έκανε εντύπωση ως μικρός αναγνώστης ήταν διήγημα. Άρα αυτό με συγκίνησε πρώτα κι εκεί ήθελα να στραφώ. Θα 'θελα να γράψω και κάτι άλλο, το επόμενο βιβλίο μου είναι νουβέλα, οπότε λίγο λίγο μεγαλώνουμε, θα 'θελα να πειραματιστώ με όλα τα είδη λογοτεχνίας. Πάντως κι εγώ δεν είμαι και η ίδια αναγνώστης μεγάλων μυθιστορημάτων, δεν είναι αυτό που μ' αρέσει».

Είναι μήπως και μια πρόκληση για σένα, να μπορέσεις να πεις μια ιστορία, να προκαλέσεις συναισθήματα σε περιορισμένο χώρο;

 

«Αυτό μου το λένε μερικές φορές, αλλά για μένα είναι το εύκολο, γιατί αυτό μου βγαίνει. Το δύσκολο θα ήταν ένα μυθιστόρημα, επειδή αυτό δεν ξέρω πως να το πιάσω. Το διήγημα μου βγαίνει αυθόρμητα. Είχαμε βέβαια και την παρεμβολή της ποίησης, με την ``Πλαστική Άνοιξη``, που είπα ότι θέλω να γράψω ένα ποιητικό βιβλίο και δεν πρόκειται να γράψω άλλο, για να πάρω ό,τι πιο βιωματικό, ό,τι πιο συμπυκνωμένο και να το βάλω εκεί μια για πάντα».

Βιωματικό είπες κατά την παρουσίαση σου ότι είναι και το «Φαμιλιάλ» και μου έκανε εντύπωση γιατί παρά το ότι μιλάς για οικογενειακές ιστορίες υπάρχει έντονο το στοιχείο της υπερβολής.

 

«Υπάρχει πάντα ένα στοιχείο... σπλάτερ, για να το πω χαριτολογώντας, υπάρχει πολύ αίμα. Η δομή των ιστοριών είναι καθημερινή, αλλά η εξέλιξη τους όχι. Το βαθύτερο ένστικτο και οι σχέσεις των πρωταγωνιστούν όμως είναι αρκετά κοινά και γύρω γύρω υπάρχει κάτι που θα σε εκπλήξει και θα σε ξαφνιάσει. Άλλωστε και η πραγματικότητα είναι σουρεαλιστική οπότε...».

Άρα εμπνέεσαι από κάτι δικό σου και το… «ξεχειλώνεις» ας πούμε;

 

«Από τις μικρές λεπτομέρειες στη συμπεριφορά των ανθρώπων που αυτές τελικά είναι οι αλήθειες. Νομίζω ότι ένας συγγραφέας, άσε ας μη βάλουμε τον εαυτό μου, ένας συγγραφέας ή ποιητής, διακρίνει αυτές τις ``συμπαντικές`` αλήθειες. Δεν τις παρατηρείς γιατί είτε δεν έχεις την οξυδέρκεια ή τη διάθεση να το κάνεις. Γενικότερα ό,τι γράφω έχει σχέση με το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, γιατί νομίζω ότι κι εγώ δεν έχω ενηλικιωθεί ακόμα, άρα με απασχολεί ακόμα αυτό, καθώς δεν έχω φτιάξει ακόμα τη δική μου δομή οικογένειας. Στην ουσία είναι και η δικιά σου ευκαιρία να καταδικάσεις τον τρόπο που σε μεγάλωσαν...».

Πάντως πέρα απο το σπλάτερ και την υπερβολή, είναι έντονο και το στοιχείο της μελαγχολίας στις ιστορίες σου…

 

«Όχι σε όλες μωρε! Δεν γίνεται χωρίς λύπη κι άμα κάτι δεν ήταν λυπητερό δεν θα ήθελες να το γράψεις. Με αυτόν τον τρόπο θέλω να επισημάνω οτι αυτά τα συναισθήματα της απόγνωσης, της αγωνίας και λοιπά είναι πανταχού παρόντα και αυτά σε ωθούν να κάνεις το οτιδήποτε. Δηλαδή ένα μεγάλο αδιέξοδο, μια μεγάλη απογοήτευση αυτά είναι τα εφαλτήρια για μία δράση».

Πιστεύεις ότι γενικότερα η λογοτεχνία μπορεί να περιγράψει καλύτερα τα αρνητικά συναισθήματα;

 

«Αν μιλάμε μόνο για λογοτεχνία, πιστεύω ότι ένα κείμενο μπορεί να περιγράφει μια κατάσταση χαρούμενη ή λυπημένη με τρόπο που εσύ ως αναγνώστης δεν είχες φανταστεί, αλλά να είναι σωστό. Αυτό τότε περιγράφει μία αλήθεια, που μπορεί να πηγάζει και από θετικά και από αρνητικά συναισθήματα».

Τα θέματα σου φαίνεται να έχουν μια διαχρονικότητα, αλλά ταυτόχρονα πολλά από αυτά είναι εμπνευσμένα και από ζητήματα που ανακύπτουν πρόσφατα.

 

«Μ' αρέσει να γράφω για πράγματα που συμβαίνουν τώρα, την εποχή τη δική μου, να είναι σύγχρονα με μένα. Άρα όταν παρατηρώ κι εγώ κάτι τέτοιο, τη σχέση αυτή που έχουμε με τα social media, την απεγνωσμένη ανάγκη να δείξουμε πόσο ευτυχισμένοι είμαστε εκεί, που άμα πραγματικά ημασταν ευτυχισμένοι δεν θα περνούσαμε και τόσο χρόνο εκεί Κι επειδή η συγκεκριμένη ιστορία έχει μία βάση αλήθειας, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι προβλήματα κρύβει ο άλλος μέσα του, γιατί έχει αποφασίσει να πλασάρει αυτό, είναι μια δεύτερη ταυτότητα, ξαναγεννιέσαι μέσα από τα social media, παρουσιάζεις αυτό, στην πραγματικότητα είσαι κάτι άλλο κι άντε μετά να βρεις ποιος σε ξέρει, ποιος είναι δικός σου άνθρωπος, ποιος σ'αγαπάει... Πάντως ό,τι συμβαίνει τώρα, είτε σαν γλώσσα, είτε σαν συνθήκη, με ενδιαφέρει».

Αυτό όμως μήπως δεν είναι και τόσο καινούρια συνθήκη, αφού παλαιότερα τον ρόλο των social media έπαιζε η γειτονία ή γενικότερα ο κόσμος, όπου κι εκεί έπρεπε να υπάρχει κάποιο προσωπείο. Το γνωστό ερώτημα «τι θα πει ο κόσμος»

 

«Ζούμε μια ατέλειωτη μοναξιά... Ο καθένας θα ήθελε να δει τον εαυτό του κάπως αλλιώς και προσπαθεί να το πετύχει. Κι εγώ φαντάζομαι ότι θέλω να είμαι ``έτσι``, αλλά δεν ξέρω πως να το κάνω, δεν έχω κάποιο εγχειρίδιο. Είναι... φαντασίωση, την οποία όσο δυσκολεύουν οι συνθήκες, τόσο περισσότερο την έχουμε ανάγκη. Είτε συνθήκες προσωπικές, πχ. μοναξιά, είτε οτιδήποτε άλλο».

Φαμιλιάλ, όπως γράφει και το εξώφυλλο του βιβλίου, δεν είναι μόνο το οικογενειακό, αλλά και το οικείο. Άρα να υποθέσω ότι πιστεύεις πως όλες αυτές οι ιστορίες, οι υπερβολικές, οι σπλάτερ, είναι κοντά μας, απλά επιλέγουμε να μην τις βλέπουμε;

 

«Αρχικά το ``οικείο`` πήγαινε ότι πρόκειται για ιστορίες αγάπης. Γι' αυτό κάπως ήθελα να το διαχωρίσω το οικογενειακό με τον ερωτισμό που μπορεί να νιώσουν δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Θα μπορούσε να είναι κι αυτό που λες, ναι, όλοι μας ζούμε κοντά σε αυτές τις καταστάσεις, απλά είναι κάτι που μπορεί να μας διαφεύγει και μπορεί κάποιος άλλος να το γράψει, όχι εγώ απαραίητα. Κάποιος που ενώνει αυτές τις μικρές μικρές πραγματικότητες των ανθρώπων και είναι σαν να βγάζει ένα πιο ηχηρό συμπέρασμα. Για να στο δείξει στα μούτρα και να το κάνεις μετά ό,τι θέλεις».

Μιλάμε όμως για δεκαοχτώ ιστορίες, που παρά τις διαφορές στα συναισθήματα, στους ήρωες και στην πλοκή δεν παύουν να έχουν το ίδιο θέμα, είναι οικογενειακές. Και είπες κι εσύ στην παρουσίαση ότι υπάρχει και κάτι το προβλέψιμο, το μοιραίο του θανάτου που ξέρεις ότι έρχεται. Άρα πόσο εύκολο είναι, ενώ βαδίζεις μαζί με τον αναγνώστη προς ένα προδιαγεγραμμένο τέλος, να του προσφέρεις κάτι διαφορετικό;

 

«Όχι, δεν νιώθω ότι αυτοπεριορίζομαι, απλά με προβλημάτισε το γεγονός ότι στις περισσότερες ιστορίες το τέλος που ήθελα να δώσω ήταν κι ένα βιολογικό τέλος. Εκ των υστέρων δηλαδή αναρωτήθηκα, γιατί να θέλω να δώσω αυτό το τέλος, γιατί μήπως δεν ξέρω τι να κάνω παρακάτω; Δεν έχει παρακάτω; Αλλά τελικά πιστεύω ότι αυτή είναι τελικά η εμμονή μου με το θάνατο. Δεν πρόκειται για κάποιο μοτίβο, το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν σχέσεις, που βλέπουμε στη καθημερινότητα μας, αλλά ντρεπόμαστε να μιλάμε γι' αυτές. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή, το παιδί που θέλει να κοιμάται με τη μαμά του ή στην περίπτωση της γιαγιάς που σκοτώνει γάτες, αλλά τελικά αυτές είναι η μόνη της συντροφιά, αφού όλοι οι άλλοι, η οικογένεια της, την έχουν εγκαταλείψει. Αυτό είναι κάτι που είχα παρατηρήσει, πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο».

Ανέφερες στην αρχή της συζήτησής μας το επόμενο σου βιβλίο, μετά το «Φαμιλιάλ»

 

«Ναι, το επόμενο θα είναι νουβέλα, λέγεται ``Αντίστροφα-Love will tear us apart``, θα βγει από τις εκδόσεις ``Πανοπτικόν``, έχει πάρει υποτροφία από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Γαλλίας. Είναι ίσως η μόνη μεγάλη και ολοκληρωμένη ιστορία αγάπης που θα γράψω, που ξεκινάει από το τέλος και το τελευταίο κεφάλαιο είναι η αρχή της ιστορίας. Έχει να κάνει με Ελλάδα και Γαλλία, επισημαίνω και πολιτιστικές διαφορές, κουλτούρας περισσότερο, έχει να κάνει και με την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία, αφού ξεκινά από τη μέρα που δυστυχώς για όλους βγήκε ο Σαρκοζί, το τι συνέβη εκεί και το πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να είσαι σε μια πορεία, σε μια διαδήλωση, όντας ξένος».

Συνεντεύξεις

Κι αν ένα αγόρι δεν βλέπει τη γοητεία των τρακτέρ; Κι αν ένα αγόρι δεν ξέρει γιατί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, φοράει μπλε ή πράσινο και κανένα άλλο χρώμα; Κι αν ένα αγόρι δεν καταλαβαίνει γιατί δεν «κάνει» να παίζει με τα κατσαρολικά της αδελφής......