17 Dec Η συγγραφέας Στέργια Κάββαλου «φιλοξενεί» στο χωριό της, τα Ζωνιανά, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ
Ο Ιούλιος στη Γαλλία είναι για τους τουρίστες. Σε αυτό συμφωνήσαμε και εγώ, που ζω τα τελευταία τρία χρόνια στην Πόλη του Φωτός, και η Σιμόν, που είναι γέννημα θρέμμα Παριζιάνα. Δεν έχω καταλάβει αν ασχολείται μαζί μου επειδή με θεωρεί έξυπνη, όμορφη ή και τα δύο, ξέρω όμως ότι αναζητώ τόσο την παρέα της, που ούτε πέρυσι ούτε πρόπερσι κατέβηκα στο νησί. Η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι μη με ξεχάσει. Δεν είναι και λίγο να σε θέλει κοντά του το «φαινόμενο» ντε Μποβουάρ.
Η πτήση για την Αθήνα ήταν άνετη. Η Σιμόν λάτρευε τους αιθέρες και το φαγητό του αεροπλάνου. Έφαγε και τη δική μου μερίδα. Εγώ πάλι, από την αγωνία μου για το πώς θα κυλήσουν οι μέρες μας εκεί, ήπια μόνο λευκό κρασί. Όταν προσγειωθήκαμε, οι επιβάτες χειροκρότησαν για το πιλοτικό κατόρθωμα, κάτι που την έκανε να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια, τα οποία της κόπηκαν μαχαίρι όταν διαπιστώσαμε πως η βαλίτσα με τα βιβλία της δεν ήταν στον χώρο παραλαβής των αποσκευών. Πολύ λυπήθηκα, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για τις απαραίτητες διαδικασίες. Όλα τα τσάρτερ για Ηράκλειο ήταν κλεισμένα, οπότε είχαμε κι ένα καράβι να προλάβουμε.
Κάτι ο οδηγός του ταξί που κατάλαβε την αγωνία μου, κάτι οι άδειοι δρόμοι, φτάσαμε στον Πειραιά σχετικά νωρίς. Νωρίς είχαν φτάσει και όσοι δεν είχαν καμπίνα, για να βρουν θέση στο σαλόνι. Παιδικά ουρλιαχτά, βρόμικα απλωμένα πόδια, χαρτιά, σταυρόλεξα, κασετόφωνα, καραβίσια τοστ με κρύο καφέ, σεντόνια στο χαλί και ένα πιάνο στην «ντίσκο». Όλα τα παραπάνω ήταν αρκετά για να μας κάνουν να κλειστούμε μέσα με μικρά διαλείμματα, για να δούμε τη νυχτερινή θάλασσα από το κατάστρωμα.
Τα κρεβάτια ήταν μικρά, η θερμοκρασία χαμηλή, τα μακαρόνια από το εστιατόριο άθλια κι εγώ τόσο, μα τόσο κουρασμένη, που δεν είχα δύναμη να την παρηγορήσω για όλα τα παραπάνω. Εξάλλου, πολύ σύντομα και καλά θα έτρωγε, και στα μαλακά θα κοιμόταν, και στο ωραιότερο κλίμα του κόσμου θα βρισκόταν. Το επόμενο πρωί ξύπνησε με χάλια λαιμό, χαμομήλι στο χέρι, κρητικά στα μεγάφωνα και θέα τον Κούλε, το λιμάνι του Ηρακλείου.
Οι γονείς μου μας περίμεναν στο λιμάνι. Κορναρίσματα, άτσαλα παρκαρίσματα, φασαρία. Μετά τα «bonjour» και την αμηχανία τους –αφού τα γαλλικά τους ήταν εκείνα του σχολείου– έπεσαν στην αγκαλιά μου. Όταν ξεκόλλησαν από πάνω μου, η Σιμόν τούς φίλησε τρεις φορές στο μάγουλο και αμέσως μετά πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Πριν προλάβουμε να βολευτούμε, σταματήσαμε για να φάμε μπουγάτσα με κρέμα στου Κιρκόρ, στα Λιοντάρια. Μπορεί να ζει στον παράδεισο της ζαχαροπλαστικής, αλλά από τα επιφωνήματά της έγινε ξεκάθαρο σε όλους ότι μόλις είχε ανακαλύψει κάτι πολύ καλό.
Ο δρόμος για τα Ζωνιανά είναι μόνο στροφές. Φαράγγι εδώ, χαράδρες παραπέρα και πολλά εκκλησάκια. Κάναμε μικρές στάσεις για να αποφύγουμε τους εμετούς και δύο ώρες για να φτάσουμε στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Ευτυχώς, το σπίτι μας είναι στην είσοδο του χωριού. Στον αέρα η γνώριμη δροσιά, η μυρωδιά του δίκταμου και ο ήχος από τα κουδούνια των προβάτων. Της δείξαμε το κρεβάτι της με τα λουλουδένια σεντόνια, το παράθυρο με θέα στο νεκροταφείο, το μικρό μπανάκι στο τέρμα του διαδρόμου. Έκανε ένα γρήγορο ντους και κοιμήθηκε μέχρι το απόγευμα.
Όταν πια κατέβηκε, βγήκε στο μπροστινό μπαλκόνι. Είδε τους άντρες να σφάζουν δύο προβατίνες. Απέστρεψε το βλέμμα φέρνοντας το χέρι στο στόμα της. Για εκείνη το έκαναν. Το χωριό έχει ζώα, τα ζώα τρώγονται, η φιλοξενούμενη ήταν σπουδαία και το τραπέζι το σωστό απαιτούσε εκλεκτό μεζέ. Η μαμά μου έφτιαξε πατάτες τηγανητές και έβρασε χόρτα, η θεία μου έφερε από απέναντι κάτι ντολμαδάκια που είχε τυλίξει το μεσημέρι, η ξαδέρφη μου ένα τάπερ με ανθότυρο.
Οι μικρές μου ξαδέρφες έστρωναν το τραπέζι, άλλαζαν πάνα στα ακόμα πιο μικρά αδέρφια τους, έφερναν στους άντρες μια πιο παγωμένη ρακή κι ένα δεύτερο πακέτο τσιγάρα από το μαγαζί. Ήταν γρήγορες και αποτελεσματικές. Εκπαιδεύονταν από τα πρώτα τους χρόνια να γίνουν γυναίκες. Όπου «γυναίκες» εννοούμε παντρεμένες μητέρες. Η Σιμόν με έβαζε να τους κάνω συνεχώς ερωτήσεις για τα όνειρά τους, το σχολείο, τη ζωή στο χωριό. Οι περισσότερες είχαν στόχο να τελειώσουν μόνο το Δημοτικό, όλες όμως να βρουν έναν νεαρό. Όταν έμαθαν ότι εκείνη ήταν απάντρευτη και χωρίς παιδιά, έπαψαν να την πλησιάζουν με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Το κρέας ήταν σκληρό, αλλά και λουκούμι να ήταν, πάλι θα ήθελε μαχαίρι για να φάει. Εμείς είχαμε πιρούνια και, φυσικά, τα χέρια μας. Τα καλά τα κρητικά μαχαίρια ήταν για τους άντρες. Σηκώθηκε από την κάτω μεριά του τραπεζιού και πήγε στην επάνω, να τους ζητήσει ένα καλό. Της έδωσαν το μικρότερο. Ήταν λευκό, από κόκαλο. Όρθια πάνω από το μακρύ τραπέζι, είδε καθαρά ότι τα αρσενικά ήταν με τα αρσενικά και τα θηλυκά με τα θηλυκά. Ακολούθησα τη σκέψη της και, πριν προλάβει να με ρωτήσει, της είπα ψέματα ότι ήταν τυχαίο.
H ρακή δεν κάνει κακό μεθύσι, αυτό όμως δεν σημαίνει πως το επόμενο πρωί δεν είχαμε ανάγκη από ένα καλό πρωινό. Πέρασε η φουρνάρισσα με το φορτηγάκι, άφησε ζεστό ψωμί. Έκοψα όπως όπως ένα χοντρό κομμάτι, άλειψα πάνω του ανθότυρο, έριξα και μία κουταλιά μέλι και της δήλωσα ότι αυτό για μένα είναι το καλύτερο πρωινό του κόσμου. Το φάγαμε στο πεζούλι της διπλανής εκκλησίας, κοιτάζοντας πότε τα βουνά, πότε τα αγροτικά που έφταναν μέχρι τον Σταυρό, έπαιρναν με φόρα τη στροφή και γυρνούσαν πάλι πίσω, με την ένταση της μουσικής στον Θεό. «Για σένα τα κάνουν», της είπα και είμαι σίγουρη ότι το κατάλαβε, αφού ίσιωνε συνεχώς την πλάτη και έστρωσε λίγο καλύτερα το τουρμπάνι της.
Περπατήσαμε μέχρι το σπήλαιο του Σφενδόνη – εκείνη την ώρα κατέβαινε ένα πούλμαν γεμάτο Γάλλους. Θέλησα να τους αποφύγουμε, οπότε πήγαμε πρώτα στο καφέ. «Κέρασέ τες», ακούστηκε μια ανδρική φωνή να λέει στον σερβιτόρο. Η Σιμόν μίλησε μαζί του σε σπαστά αγγλικά και πήρε την επιβεβαίωση ότι οι γυναίκες κάθονται σπίτι και όχι στις καφετέριες. Ήπιε σχεδόν μονορούφι τον φραπέ της, όχι επειδή της άρεσε, αλλά από τα νεύρα της. Μου ζήτησε να της θυμίσω πόσα από τα βιβλία της είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά, της είπα ότι τα περισσότερα είναι εξαντλημένα, μα ότι το «Δεύτερο φύλο» έχει κάνει μεγάλη επιτυχία, μου απάντησε ένα ειρωνικό «δεν το βλέπω» και μου έκανε νόημα να σηκωθώ, αφού οι Γάλλοι μετά την ξενάγηση θα έτρεχαν σίγουρα στο καφέ για παγωτά και νερά και καθόλου δεν ήθελε να την αναγνωρίσουν. Είχε αποφασίσει ότι τις μέρες που θα μέναμε στου Ζου τον λάκκο –αυτό ήταν το όνομα των Ζωνιανών μέχρι το 1920– θα τις περνούσε incognito. https://www.kathimerini.gr/k/travel/561430567/i-syggrafeas-stergia-kavvaloy-filoxenei-sto-chorio-tis-ta-zoniana-irakleioy-ti-simon-nte-mpovoyar/