Καλοκαιρινά διηγήματα: There is a light that never goes out

25.08.2024, oneman.gr

Οι βαρκούλες είναι παλιές, σκουριασμένες και τρίζουν. Με δυόμιση ευρώ μπαίνεις, κάθεσαι, τραβάς το σχοινί και κάνεις ότι αρμενίζεις πάνω από το τσιμέντο που καίει. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο. Ρόμπες και καφτάνια στα
αριστερά, χαλβάς Φαρσάλων και γρανίτα στα δεξιά. Και στη μέση, αυτή η αόρατη θάλασσα.

Τη ρωτάω αν θέλει να ανέβει, έχω κάνει ψιλά για τη βόλτα μας στο πανηγύρι. Δεν έχει και πολύ όρεξη αλλά μπαίνει. Φοράει έναν μικρό φόβο στο βλέμμα και ένα καλό φόρεμα για τη γιορτή. Βάζει ελάχιστη φόρα, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στο διπλανό κοριτσάκι που έχει βάλει πλώρη για μεγάλες αποστάσεις. Βγάζω δύο κουνημένες φωτογραφίες και την παίρνω αγκαλιά.

Προχωράμε στους πάγκους. Έχει ζέστη, βραχιολάκια της πλάκας, πλαστικά καλαμάκια, βρακιά, κι άλλα βρακιά, «αληθινά» μαργαριτάρια, σκονισμένα βιβλία, μαχαιράκια του ενός ευρώ, θήκες για το κινητό, ανεμιστηράκια και κάτι κινέζικα γούρια με δράκους. Ο παππούς που ψήνει καλαμπόκι διαμαρτύρεται για τον κόσμο που υπάρχει μεν αλλά που όμως καλαμπόκι δεν τρώει. Είναι λυπημένος, είναι κουρασμένος, αλλά είναι εκεί. I know the feeling.

Ψάχνω για πετσετάκια κουζίνας, σύρμα, και μυγοσκοτώστρες. Θα της άρεσαν της γιαγιάς, θα τα αγόραζε. Τα έχει ακόμη από τις περασμένες χρονιές. Το ξέρω γιατί τα βρήκα όταν ψάχναμε στο σπιτάκι για την ταυτότητά της. Ανακαλύψαμε πολλά vetex, πολλά χαρτικά και κάποια στιγμή και την ταυτότητα. Η φωτογραφία την έδειχνε τόσο νέα… Το αναγραφόμενο επάγγελμα: οικοκυρά.

Η μικρή θέλει να ψαρέψει παπάκια. Το νερό είναι βρόμικο, το ίδιο και τα παπάκια. Ψαρεύει με μια τρύπια απόχη και κερδίζει μια ανορεξική κούκλα. Το καλύτερο πράγμα επάνω της ήταν τα μπλε της μαλλιά. Πιο πέρα συναντάμε έναν συμμαθητή της. Ντρέπεται που τη βλέπει και κρύβεται πίσω από τον μπαμπά του ενώ εγώ ακούω στο μυαλό μου πεντακάθαρα τα λόγια της γιαγιάς: «Τα ψόματα τελειώσανε». Μετά τον Δεκαπεντάρη το μουρμούριζε κάθε μέρα. Βιαζόταν να φύγει το καλοκαίρι, να γυρίσουν όλοι στα σπίτια τους, να προχωρήσει η ζωή.

Όταν γυρνάμε από το πανηγύρι έχει πια νυχτώσει. Η γιορτή έχει σχεδόν τελειώνει. Η Παναγία έχει κοιμηθεί. Η γιαγιά το έκανε λίγες μέρες νωρίτερα κι εμείς έχουμε νυστάξει. Τακτοποιούμε τα μικρά μας ψώνια, η μικρή γνωρίζει την νέα της κούκλα στις παλιές και εγώ ξεκινάω να κλείσω τα παντζούρια. Το μπαλκόνι του γραφείου μου βλέπει στο σπιτάκι της γιαγιάς. Ένα φως έχει μείνει ανοιχτό. Είναι αργά. Έχει ζέστη μα η μικρή επιμένει να σκεπαστεί με τη λευκή της κουβέρτα. Την έχει πλέξει η γιαγιά, με το βελονάκι. Τη θέλει πάνω της, τα μάτια μου με καίνε, τη σκεπάζω και ξανακοιτάω το φως από το σπιτάκι πριν κλείσω και αυτά τα παντζούρια.

Σκέφτομαι ότι είχε δίκιο. Μετά τον Δεκαπεντάρη τελειώνουν τα ψέματα, ο Αύγουστος φεύγει. Ο φετινός θα πάρει μαζί του την κάπνα από τις φωτιές, που έφτασε μέχρι την κρεβατοκάμαρα, τους σβούρους που έφτιαξαν ολόκληρη αποικία μέσα στον εξαεριστήρα, τη θάλασσα στην οποία δεν ξέρω πότε θα ξαναμπώ, τη μορφή της γιαγιάς στην αυλή να βουτάει το παξιμάδι της στο γάλα αμυγδάλου, να ανάβει το φιδάκι, να ποτίζει τη γαρδένια και τον βασιλικό, να τυλίγει ντολμάδες, να βάζει τα πόδια της μέσα στη γεμάτη νερό κόκκινη λεκάνη, να πετάει κοκαλάκια στη Νίνα μιλώντας της μωρουδιακά. Φεύγει μα αφήνει αυτό το μικρό λευκό φως. Σαν σημάδι. Σαν παρηγοριά. Σαν ελπίδα.